- λαίσκαπρος
- λαίσ-καπρος, ον,A very lustful, Hsch., Suid., EM558.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαίσκαπρος — λαίσκαπρος, ον (Α) πολύ ασελγής, ακόλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαισ (βλ. λα ) + κάπρος] … Dictionary of Greek
λαίσκαπρος — very lustful masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)